- επικλίνω
- ἐπικλίνω (AM)μσν.επιδοκιμάζω, συγκατανεύωαρχ.1. προσδίδω επικλινή θέση2. κατευθύνω σε κάτι2. ενεργώ ώστε κάτι να πάρει μια ορισμένη κατεύθυνση3. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, ακουμπώ4. (για πόρτα) κλείνω5. βρίσκομαι σε επικλινή θέση, έχω γύρει κάπου6. παθ. ἐπικλίνομαικατακλίνομαι, πλαγιάζω7. βρίσκομαι προς το μέρος κάποιου, εκτείνομαι κοντά («Σαλαμῑνος, τὰς ἐπικεκλιμένας ὄχθοις ἱεροῑς [τής Αττικής]», Ευρ.)8. παθ. ρέπω, τείνω προς κάτι («πρὸς τὰς Αἰγυπτίας ἡδονὰς ἐπικλίνεται», Γρηγ. Νύσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλίνω «στηρίζομαι, κατακλίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.